- ἠπανία
- ἠπανίᾱ , ἠπανίαto be in wantfem nom/voc/acc dualἠπανίᾱ , ἠπανίαto be in wantfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηπανία — ἠπανία και ἠπανίη, ή (Α) σπανιότητα, έλλειψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηπανώ (πρβλ. τη γλώσσα τού Ησύχ. ηπανεί απορεί, σπανίζει, αμηχανεί). Η λ. συνδέεται με το πανία «πλησμονή», οπότε το αρχικό η είναι πιθ. στερητικό πρόθημα, προϊόν μετρικής έκτασης τού *α … Dictionary of Greek
ἠπανίῃ — ἠπανία to be in want fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπανώ — ἠπανῶ, άω και έω (Α) [ηπανία] σπανίζω, απορώ, δεν έχω (κάτι) … Dictionary of Greek
akʷ- — akʷ English meaning: “to hurt” Deutsche Übersetzung: ‘schädigen”? Material: O.Ind. áka m “ grief, pain “, Av. akō “ nasty, bad “, axtis ̀ “ grief, pain, illness “; Gk. noun *ἄπαρ, *ἀπνός, thereof ἠπανεῖ ἀπορεῖ, ἠπανία ἀπορία,… … Proto-Indo-European etymological dictionary